Του Γιώργου Σανιδα
Το μεσονύκτιον της παραμονής των Χριστουγέννων βρήκε τον Μωραιτίδη σκυμμένο ακόμα στα χαρτιά της εφημερίδας ‘’Ακρόπολις’’ όπου και δούλευε. Αφηγείται:«μετέβην βιαστικά εις τον Άγιον Ελισσαίο, εύρον δε τον ναΐσκον γεμάτο κόσμο.
Ο χειμών ήτο αρκετά δριμύς το έτος εκείνο, η δε πυκνή του ναΐσκου συρροή των ευλαβών προσκυνητών απετέλει μίαν ευάρεστον θερμότητα, οπού και ο πλέον ατίθασος εις τα τοιαύτα θα μπορούσε να την ανεχθεί».«Εισήλθον μετά κόπου διασχίσας την πυκνήν των πιστών Σύναξιν, και με το βλέμμα ανερευνούσα να συναντήσω τον καλόν μου εταίρον μέσα εις το πυκνόν εκείνο εκκλησίασμα, ότε τον βλέπω.
Η χαρά μου εζωγραφήθη αμέσως εις τα μάτια μου και τα χείλη. Ήτο εκεί όρθιος επί του στασιδίου του, διότι ουδέποτε εκάθητο, και έβλεπε προς την θύραν και αυτός, αναμένων με»
Τι άλλο προδίδουν τα μάτια που φλογίζονται όταν σμίγουν, απ’ την αυθόρμητη εκδήλωση βαθιάς αγάπης; Ο Μωραιτίδης είχε ανακαλύψει πρώτος και στη συνέχεια οδήγησε τον Παπαδιαμάντη, σ’ αυτό το εκκλησάκι στην καρδιά των Αθηνών, όπως τον έβαλε και στα άδυτα της δημοσιογραφίας συστήνοντας τον στη μοναδική τότε καθημερινή ‘’Εφημερίδα’’ του Κορομηλά, όπως του υπέδειξε και το δρόμο του εορταστικού διηγήματος με τις ‘’Εικόνες’’ που δημοσίευσε στην ‘’Ακρόπολη’’ τρία χρόνια πριν το ‘’Χριστόψωμο’’.
Τον Άγιο Ελισσαίο, τον περιγράφει ο ίδιος ως ‘‘ἕνα…κατανυκτικώτατον καταφύγιον…, ἕνα ἰδιωτικὸν ἐκκλησσιδάκι, ἀπέναντι τῶν φυλακῶν τοῦ Παλαιοῦ Στρατῶνος τοῦ ἱππικοῦ, παρὰ τὴν ἀρχαίαν Ἀγοράν˙ μέσα εἰς μίαν αὐλὴν μεγάλην ὡσὰν μοναστηρίου, ὅπου ἐτελοῦντο Ἀγρυπνίαι καθ᾿ ὅλας τὰς μεγάλας ἑορτὰς τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀπὸ τὰς ὁποίας ποτὲ δὲν ἐλείπαμεν καθοδηγοῦντες τοὺς ψάλλοντας καὶ ψάλλοντες καὶ ἡμεῖς, τοὺς Κανόνας ἰδίως, δεξιὰ ὁ Παπαδιαμάντης, ἀριστερὰ ἐγώ -να ένα παραπονάκι που το είχε γράψει σαν μικρό παιδί σε συγγενή του ότι ο Παπ. ουδέποτε του επέτρεψε να ψάλλει δεξιά’’ , ‘’ψάλλοντες’’ λοιπόν, μὲ ὅλην τὴν τέρψιν τὴν ὁποία ν παρέχει εἰς τ ὴν ψυχὴν μία ἀπόλαυσις εἰς ἐκεῖνον ὁποὺ εἶναι συνηθισμένος εἰς τοιαύτην νυκτερινὴν προσευχήν.
Καί ἡμεῖς εἴμεθα συνηθισμένοι ἀπὸ τὴ ν νῆσον μας ὅπου εἶναι πολὺ γνωσταὶ αἵ Ἀγρυπνίαι ὄχι μόνον εἰς ἐξωκκλήσια ἀλλὰ καὶ εἰς τοὺς δύο ἐνοριακοὺς ναούς’’
Ο δε Παπαδιαμάντης, μας λέει ο Μωραϊτίδης, «ψάλλων μὲ τὴν ἄχρουν ἐκείνην ἀσθενικὴν φωνήν του, ἀλλὰ μὲ τὸ περιπαθὲς ἀλησμόνητον ὕφος κατορθώνων νὰ μεταδίδῃ τὸν ἐνθουσιασμόν του εἰς τοὺς ἀκούοντας, οἱ ὁποῖοι χωρὶς νὰ θέλουν τὸν παρηκολούθουν καὶ αὐτοὶ εἰς τὰς ἁρμονικὰς κινήσεις του ἐν τῷ ψάλλειν, ὅτε ἐκινεῖτο ὅλος κ᾿ ἐχόρευε κ᾿ ελαφρῶς ἐκτύπα τὰς χεῖρας του ἐπὶ τοῦ ἀναλογίου καὶ τοὺς πόδας του ἐπὶ τοῦ ξυλίνου δαπέδου, χωρὶς νὰ γεννᾷ καμμίαν χασμωδίαν.».
Αξίζει να θυμηθούμε πως στο εκκλησιδάκι τούτο στις 2 Μαρτίου του 1884 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και λειτουργούσε, «ο ταπεινότερος των ιερέων και απλοϊκότερος των ανθρώπων», κατά τον `Παπαδιαμάντη, ο ναξιώτης και συνομήλικος σχεδόν των Αλεξάνδρων Νικόλαος Πλανάς που ανακηρύχθηκε Άγιος το 1992, συνθέτοντας τότε μια ανεπανάληπτη τριάδα για τα εκκλησιαστικά δρώμενα των Αθηνών και της Ελλάδας ολόκληρης.
Την πανηγυρική ακολουθία του προφήτου Ελισσαίου και τη βιογραφία του, θα γράψει ο Μωραιτίδης στα στερνά της ζωής του, τότε που ‘’η τέχνη εις την ακεραιότητά της δεν είναι απόκτημα της νέας, αλλά το έπαθλον της ωρίμου ηλικίας’’, όπως εύστοχα είπε ο Παλαμάς στο μνημόσυνο για τον Μωραϊτίδη στην Ακαδημία Αθηνών την 31η Οκτωβρίου 1929, πέντε μέρες μετά το θάνατό του.
Να θυμίσω τέλος, πως το 1911, χρονιά θανάτου του Παπαδιαμάντη, ο Μωραιτίδης σταμάτησε ακόμα και τη διηγηματογραφία κι αφιερώθηκε αποκλειστικά ως το 1926 με τη μετάφραση των έργων των πατέρων της Εκκλησίας στην καθομιλουμένη.
