Του Γιώργου Σανιδά
‘’Εις την διασταύρωσιν Αιόλου και Ερμού βρισκόταν το πολυθαύμαστον δια τους παμμεγίστους καθρέφτες του καφενείον, η Ωραία Ελλάς’’, όπου συναντούσε κανείς όλην την τότε Ελλάδα.
Από το 1839 και για περίπου σαράντα χρόνια, το πολυσύχναστο καφενείο υπήρξε το πολυτελές στέκι των καπετάνιων του 21, οίτινες ‘’απολάμβανον κι ερροφούσαν γλυκύτερα απ’ τον καφέν, όλη την γοητείαν της ελευθερίας’’, γράφει ο Μωραιτίδης , ξένων διπλωματών, περιηγητών, πολιτικών, ποιητών, αλλά και των υπολοίπων Αθηναίων, πλην ίσως των δύο Σκιαθιτών….
Εκεί σιμά ήταν ο φούρνος του γέρο- Μίχα. ‘’Ταπεινός, χθαλαμός, με τους ξυλίνους παραστάτας του, όπισθεν των οποίων ηπλούτο ένας μαυρισμένος πάγκος χωρίς μάρμαρα και χωρίς καμμίαν τεχνουργικήν εξαπάτην, αλλά διά τη δουλειά του εξαίσιος’’.
Εκεί, όπου ως φοιτητής αγόραζε μ’ ένα σφάντζικο το χάσικο ψωμί (δηλ. άσπρο εκλεκτό) που εξοικονομούσε τρώγοντάς το μπουκιά- μπουκιά για να περάσει ολόκληρη την εβδομάδα, πήγε ο Μωραϊτίδης το πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων και ζήτησε απ’ τον φούρναρη να φτιάξει, αν ξέρει και μπορεί, σκιαθίτικη τυρόπιτα που της είχε αδυναμία ‘’ο άλλος Αλέκος’’.
Ήθελε να φιλέψει τον ‘’μύστη της απλοϊκής διαίτης’’ συντοπίτη του, μετά την αγρυπνία στον Άγιο Ελισσαίο, όπου απόψε θα έψελναν, όπως πάντα. Θέλει να κάνουν ‘’Σκιαθίτικα Χριστούγεννα’’΄, μέσα ‘’εις τον αδιέξοδον λαβύρινθον’’ των Αθηνών και της δημοσιογραφίας, στον οποίον η μοίρα είχε αμφοτέρους δεσμεύσει. Θέλει να ανταποδώσει παλιό κέρασμα του Παπαδιαμάντη και ταυτόχρονα, να του κάνει έκπληξη καθώς θα του πει μετά την Αγρυπνία, πως θα τον φιλέψει λουκουμάδες αρωματισμένους με μέλι και καρύδια κι εκείνος, αν και δεν τον ενθουσιάζουν τα καρυκεύματα των αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων, όπως κάθε επίπλαστον και ψευδές, δε θα του χαλάσει τέτοια νύχτα, το χατίρι…
Απαντά στο πρωινό αίτημα του Μωραϊτίδη ο φούρναρης.. ‘’ -Ναι παιδί μου, θα είναι όπως την θέλεις. Τυρόπιττα.
Λοιπόν παιδί μου, κυρ-Αλέκο, θα είναι τυρόπιττα σκιαθίτικη όπως μου είπες. Θα ανοίξω ένα φύλλο, θα ρίψω βούτυρο αρκετό, και τυρί με αυγά κτυπημένα και διάφορα μυριστικά και μπαχαρικά. Θα τυλίξω έπειτα όμορφα-όμορφα το φύλλον ώστε να γίνη ένας ρουλές γεμιστός, και κατόπιν θα τον τυλίξω κουλούρα, και μέσα εις ένα ταψί θα την φουρνίσω.
Θα είναι τυρόπιττα Σκοπελίτικη.
-Όχι, Σκιαθίτικη, κυρ-Μίχα. Σκιαθίτικη σου είπα. -Σκοπελίτικη, Σκιαθίτικη, το ίδιον είναι.
Ημείς οι Ηπειρώται είμεθα κοσμογυρισμένοι και γνωρίζουμε του κάθε μέρους τας ιδιοτροπίας εις αυτά τα είδη.
Να σου κάμω εγώ ψαρόπιτα Τρικεριώτικη που να τρώγει η μάνα και να μη δίνη του παιδιού… ΄΄



