Του Γιώργου Σανιδά
*ΑΡΘΡΟ 1
«Ο Θεός έπλασε δύο παράλληλα πρόσωπα εκεί στό όμορφο νησί τής Σκιάθου καί πήρε μιά ψυχή, τή μοίρασε στά δύο καί φύτεψε τή μισή στόν έναν καί τήν άλλη μισή στόν άλλον Αλέξανδρο. Κι έτσι ό,τι λείπει απ’ τόν έναν Αλέξανδρο, τόν Παπαδιαμάντη, τό συναντούμε στόν Αλέξανδρο Μωραϊτίδη. Καί τό αντίστροφο», γράφει ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος. («Τά πρόσωπα καί τά κείμενα» τόμ. 12, σελ. 174).Έτσι θα έπρεπε να τους μνημονεύουμε ως αδιαίρετο σύνολο, ως περιβαλλόμενοι από το αυτό ταπεινό φωτοστέφανο των αγίων της λογοτεχνίας μας, «ως το διαδυκόν άστρον της Σκιάθου’’, όπως τους αποκάλεσε ο Ξενόπουλος.
Και δεν αναφέρομαι στο έργο τους που δεν επιδέχεται καμία σύγκριση καθώς καθενός καλλιτέχνη το έργο φέρει τη δική του μοναδική σφραγίδα κι ας πάψουν επιτέλους οι καλοθελητές να μιλούν για σκιές και για φαντάσματα. Αναφέρομαι στην τραγική βιωτή τους που είναι παράλληλη εξ απαλών ονύχων. Ίδιος τόπος καταγωγής, ίδιες προσλαμβάνουσες παραστάσεις και βιώματα, ίδια ενδιαφέροντα, παρόμοιες απόψεις- θέσεις και οράματα, κοινή κλίση, φύσεις καλλιτεχνικές, απόκοσμες, ευαίσθητες, μεγαλώνουν μαζί σε μια εξαιρετική για τα τότε μέτρα της επαρχίας, συντροφιά συνομηλίκων που τη συμπληρώνουν τα πρωτοξαδέλφια του Παπαδιαμάντη από τη μάνα του, ο Σωτήριος Οικονόμου κι ο Σπυρίδων Μωραΐτης, διαπρεπείς φιλόλογοι στη συνέχεια με σπουδές στο εξωτερικό, κι ο Νικόλαος Διανέλος που εκάρει μοναχός Νήφων.Με τον τριτοξάδελφο Μωραιτίδη όμως η μοίρα είναι ταυτόσημη και λέγεται ‘’ο Γολγοθάς της συγγραφής’’.
Μαζί θα πορευτούν στη Σκιάθο και στην Αθήνα, μάλιστα συγκατοικούν ένα διάστημα κι ο Παπαδιαμάντης, τη χρονιά που γράφτηκε στην Δ’ τάξη της Βαρβακείου, την προηγούμενη της μικρής θητείας του στη Φιλοσοφική- , αποφεύγει έξοδα. «Μετά του φιλτάτου Αλεξάνδρου Δημητρίου Μωραϊτίδου θέλω συγκατοικήσει ανεξόδως», γράφει στον πατέρα του στις 27/9/1873.Οι δρόμοι τους έκτοτε, θα χωρίσουν πολλές φορές, πάντοτε όμως κι ιδιαίτερες στις δύσκολες στιγμές που βιώνουν οι βαθιά μοναχικοί άνθρωποι, θα βρίσκουν τα μονοπάτια που τους ενώνουν και θα σμίγουν και θα αντλούν δύναμη ο ένας από τον άλλον, και θα παρηγοριούνται με τις γλυκές μνήμες απ’ το νησάκι τους, παροδίτες γαρ της ζωής, πλησιέστερα στη βασιλεία των ουρανών παρά στα βασίλεια των ανθρώπων.
«Ο φίλος μου», γράφει ο Μωραιτίδης για τον Παπαδιαμάντη στα ‘’Χριστούγεννα στον ύπνο μου’’, «εξασκεί πάντοτε ιδιάζουσαν επιρροήν επ’ εμού. Όσον μεγάλην θλίψιν και αν έχω, μόλις τον ίδω, πραΰνομαι. Είναι συντροφιά καλή, και η συντροφιά η καλή ιλαρύνει το πνεύμα, εν ώ η μοναξία το εξαγριώνει.»Πολλά έχουν γραφτεί και γράφονται για τη σχέση των δύο αντρών. Όσοι ισχυρίζονται πως υπήρξε μόνιμα καλή ή το αντίθετο, λένε τη μισή αλήθεια. Η σχέση τους ήταν απλά αδελφική με ό,τι συνεπάγεται αυτό στο φάσμα μεταξύ αγάπης και γκρίνιας. Τους συνέδεε άλλωστε τόσο σφιχτά η ζωοδόχος μήτρα που λέγεται Σκιάθος και δεν αναφέρομαι μόνο στα τοπία ή τους ανθρώπους της ή στην μαγεία της, αλλά και στη θρησκευτική- πολιτιστική της παράδοση, στο ήθος και στο ύφος ζωής που επέβαλε σε όσους πέταξαν πάνω της με τις φτερούγες των αγγέλων, σαν τους δύο Αλέξανδρους.
Η Σκιάθος στοιχειώνει τα όνειρά τους, γίνεται αβάσταχτη νοσταλγία στην πρωτεύουσα και η επικοινωνία τους καθίσταται ανομολόγητη ανάγκη τόσο απαραίτητη, όσο και το νερό στον διψασμένο. Είναι ο μυστικός ασυνείδητος κώδικας που τους κάνει να σμίγουν και να ξανασμίγουν, όπως εκείνη την παραμονή των Χριστουγέννων που ο Μωραϊτίδης έκανε διήγημα και δημοσίευσε το 1928, ένα έτος πριν το θάνατό του.
Δεν αποκαλύπτω όμως ακόμα τον τίτλο του διηγήματος για να μην προδώσω πρόωρα το περιεχόμενό του. (Αναφέρεται φυσικά στο τέλος)
Μέσα στο διήγημα του Μωραϊτίδη βρίσκουμε όλα τ’ αόρατα νήματα που συνδέουν τους δύο Αλέξανδρους, γι’ αυτό κι αξίζει να εστιάσουμε περισσότερο κρατώντας κατά το δυνατόν, την ολοζώντανη κι ολόφρεσκη σαν εύγεστος χυμός, όπως θα την διαβάσετε γλώσσα του συγγραφέα κι ας κραυγάζουν κάποιοι περί του αντιθέτου.
συνεχίζεται…
